εκατονταπλάσιος

εκατονταπλάσιος
-α, -ο (Α ἑκατονταπλάσιος, -ον)
ο εκατονταπλούς, αυτός που είναι εκατό φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον ή από τον εαυτό του
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εκατονταπλάσιο
εκατονταπλάσια ποσότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἑκατονταπλάσιος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκατονταπλάσιος — α, ο επίρρ. α 1. ο εκατό φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. 2. το ουδ. ως ουσ., εκατονταπλάσιο ποσότητα εκατονταπλάσια: Το εκατονταπλάσιο του 3 είναι 300 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑκατονταπλασίω — ἑκατονταπλάσιος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἑκατονταπλάσιος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἑκατονταπλασίων a hundred times as much neut acc comp pl ἑκατονταπλασίων a hundred times as much neut nom comp pl ἑκατονταπλασίων a hundred times… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατονταπλασίως — ἑκατονταπλάσιος adverbial ἑκατονταπλάσιος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατονταπλάσιον — ἑκατονταπλάσιος masc/fem acc sg ἑκατονταπλάσιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατονταπλασίων — ἑκατονταπλάσιος masc/fem/neut gen pl ἑκατονταπλασίων a hundred times as much masc/fem nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατονταπλασίῳ — ἑκατονταπλάσιος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… …   Dictionary of Greek

  • μυριονταπλάσιος — μυριονταπλάσιος, ον (Α) μυριοπλάσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος, πιθ. μέσω αμάρτυρου *μυριοντάς, κατά το ἑκατονταπλάσιος (πρβλ. μυριονταδικός, μυριοντάκις)] …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՐԻՒՐԱՊԱՏԻԿ — ( ) NBH 2 0062 Chronological Sequence: 6c, 12c ա.մ. ἐκατονταπλάσιος, ον, ως centuplus, um, pliciter. Հարիւր անգամ աւելի կամ կրկնեալ ʼի վերայ միոյ. հարուր խաթ. ... *Յաւելցէ տէր ʼի ժողովուրդն՝ որչափ ենն՝ հարիւրապատիկ: Հարիւրապատիկ առցէ. եւ այլն:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”